- βλαχοδήμαρχος
- ο1. δήμαρχος μικρού χωριού που κατοικείται από βλάχους2. δήμαρχος μικρού, καθυστερημένου χωριού3. νεόπλουτος χωριάτης με άξεστους τρόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < βλάχος + δήμαρχος. Η λ. στον πληθ., βλαχοδήμαρχοι, οι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.